-
1 αφαίρεση
[-ις (-εως)] η1) отнятие; удаление; лишение;αφαίρεση όγκου — удаление опухоли;
2) изъятие; вычет, отчисление (суммы, денег);3) кража, похищение; 4) рассеянность; 5) мат. вычитание; 6) лингв, афересис (выпадение начальных безударных гласных); 7) филос, выделение; изолирование; 8) филос, отвлечение, абстракция -
2 αφαίρεση
[афэрэси] ουσ. θ. отчисление, исключение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αφαίρεση
-
3 αφαίρεση
[афэрэси] ουσ θ отчисление, исключение. -
4 αφαίρεση
1) accueillant2) amputation3) révocation -
5 αφαίρεση
1) removal2) subtractionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αφαίρεση
-
6 çıkarma
αφαίρεση -
7 soyutlanma
αφαίρεση -
8 révocation
αφαίρεση -
9 subtraction
αφαίρεση -
10 вычитание
-
11 абстрактность
-и θ.αφαίρεση•абстрактность мышления αφαίρεση της σκέψης.
-
12 выкладывать
ρ.δ.1. βλ. выложить.2. (απλ.) αφαιρώ, κάνω αφαίρεση, βγάζω•выкладывать по пальцам κάνω αφαίρεση με τα δάχτυλα.
1. εκτίθεμαι.2. αφαιρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
13 вычитание
-я ουδ. (μαθ.) αφαίρεση (πράξη αριθμητική)•вычитание целых чисел αφαίρεση ακεραίων αριθμών•
знак -я το σημείο της αφαίρεσης.
-
14 съёмка
-и θ.1. πάρσιμο, λήψη.2. αφαίρεση, βγάλσιμο•съёмка сметаны βγάλσιμο της κρέμας (από το γάλα)•
съёмка шкуры αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο.
3. μάζωμα, συγκέντρωση•съёмка урожая το μάζωμα της σοδειάς•
съёмка яблок το μάζωμα των μήλων.
4. ενοικίαση, νοίκιασμα•комнаты ενοικίαση δωματίου.
5. φωτογράφιση, βγάλσιμο, τράβηγμα φωτογραφίας•съёмка фильма το γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας.
6. αποτύπωση εδάφους. -
15 эвакуация
-и θ.1. (στρατ.) εκκένωση• _ -гражданского населения с театра военных действий εκκένωση του πληθυσμού από το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων. || εγκατάσταση των από εκκενωμένες περιοχές ατόμων, ιδρυμάτων κλπ. возвращаться из -йиεπιστρέφω στον εκκενωμένο χώρο.2. αφαίρεση•воздуха εκκένωση του αέρα•
эвакуация аммиака из раствора αφαίρεση της αμμωνίας από το διάλυμα.
-
16 абстрагирование
η γενίκευση, η αφαίρεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абстрагирование
-
17 абстрактность
η αφαίρεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абстрактность
-
18 абстракция
η αφαίρεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абстракция
-
19 вакуумирование
1. (обработка под вакуумом) η κατεργασία μέσα στο κενό 2. (бе-тона) η απορρόφηση ύδατος από το μ(ε)ίγμα μέσω του κενού 3. (стали) η αφαίρεση αερίων από τον υγρό χάλυβα μέσω του κενούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумирование
-
20 вычет
1. (вычитание) η αφαίρεση, η υφαίρεση 2. (мат., вчт.) το υπόλειμμα 3. (удержанная сумма) η κράτησ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вычет
См. также в других словарях:
αφαίρεση — η 1. το να παίρνει κανείς ένα μέρος από όλο, το πάρσιμο: Η αφαίρεση και του πιο μικρού πράγματος που ανήκει σ άλλον είναι κλεψιά. 2. μια από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής: Αφαίρεση είναι η πράξη στην οποία από δύο δοσμένους αριθμούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφαίρεση — Η αποχώρηση ενός μέρους από το σύνολο, η απόσπαση, η εξαγωγή. Η α. είναι επίσης και μέθοδος επιστημονικής έρευνας, που απλοποιεί το φαινόμενο που ερευνά. Αφαιρεί δηλαδή ότι δεν είναι ουσιαστικό από τα χαρακτηριστικά του, προσδίδοντάς του έτσι μια … Dictionary of Greek
αφαίμαξη — Αφαίρεση μιας ορισμένης ποσότητας αίματος (συνήθως 200 400 κ. εκ.) για θεραπευτικό σκοπό. Τεχνική γνωστή από τα πρώτα χρόνια της ιατρικής, κατέληξε, με το πέρασμα των αιώνων, να τη συνιστούν, και πολύ συχνά αδικαιολόγητα, στις πιο ποικίλες… … Dictionary of Greek
θρομβεκτομή — Αφαίρεση ενός θρόμβου αίματος από ένα αιμοφόρο αγγείο, για την αποκατάσταση της κυκλοφορίας του αίματος. * * * και θρομβεκτομία, η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση θρόμβου από αγγείο τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
αφυδρoγόνωση — Αφαίρεση του υδρογόνου από μια οργανική ένωση που πραγματοποιείται στις περισσότερες περιπτώσεις με παροχή οξυγόνου (οξείδωση). Παραδείγματα α. είναι η μετατροπή της αμμωνίας (ΝΗ3) σε άζωτο· η μέθοδος οξείδωσης της αλκοόλης σε αλδεΰδη (που στην… … Dictionary of Greek
δερμαπόξεση — Αφαίρεση του επιφανειακού στρώματος του δέρματος με αμμοβολή μεγάλης ταχύτητας, που γίνεται για να βελτιωθεί η εμφάνιση ουλών ή για να αφαιρεθούν τατουάζ … Dictionary of Greek
διουρηθρική προστατεκτομή — Αφαίρεση τμήματος ή όλου του προστάτη με χρήση ενός ενδοσκοπίου, εξοπλισμένου με όργανο τομής, το οποίο εισάγεται από την ουρήθρα. Για να αποκοπεί ο άρρωστος ιστός χρησιμοποιείται ένας συρμάτινος βρόγχος … Dictionary of Greek
εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… … Dictionary of Greek
αποθείωση — Διαδικασία με την οποία ελαττώνεται ή αφαιρείται το θείο ή θειούχες ενώσεις από διάφορες ουσίες. Η α. έχει ιδιαίτερη σημασία στη μεταλλουργία, στην οινολογία και στη διύλιση των πετρελαίων. Στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται αφαίρεση του θείου από… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… … Dictionary of Greek