Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η αφαίρεση

См. также в других словарях:

  • αφαίρεση — η 1. το να παίρνει κανείς ένα μέρος από όλο, το πάρσιμο: Η αφαίρεση και του πιο μικρού πράγματος που ανήκει σ άλλον είναι κλεψιά. 2. μια από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής: Αφαίρεση είναι η πράξη στην οποία από δύο δοσμένους αριθμούς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφαίρεση — Η αποχώρηση ενός μέρους από το σύνολο, η απόσπαση, η εξαγωγή. Η α. είναι επίσης και μέθοδος επιστημονικής έρευνας, που απλοποιεί το φαινόμενο που ερευνά. Αφαιρεί δηλαδή ότι δεν είναι ουσιαστικό από τα χαρακτηριστικά του, προσδίδοντάς του έτσι μια …   Dictionary of Greek

  • αφαίμαξη — Αφαίρεση μιας ορισμένης ποσότητας αίματος (συνήθως 200 400 κ. εκ.) για θεραπευτικό σκοπό. Τεχνική γνωστή από τα πρώτα χρόνια της ιατρικής, κατέληξε, με το πέρασμα των αιώνων, να τη συνιστούν, και πολύ συχνά αδικαιολόγητα, στις πιο ποικίλες… …   Dictionary of Greek

  • θρομβεκτομή — Αφαίρεση ενός θρόμβου αίματος από ένα αιμοφόρο αγγείο, για την αποκατάσταση της κυκλοφορίας του αίματος. * * * και θρομβεκτομία, η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση θρόμβου από αγγείο τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • αφυδρoγόνωση — Αφαίρεση του υδρογόνου από μια οργανική ένωση που πραγματοποιείται στις περισσότερες περιπτώσεις με παροχή οξυγόνου (οξείδωση). Παραδείγματα α. είναι η μετατροπή της αμμωνίας (ΝΗ3) σε άζωτο· η μέθοδος οξείδωσης της αλκοόλης σε αλδεΰδη (που στην… …   Dictionary of Greek

  • δερμαπόξεση — Αφαίρεση του επιφανειακού στρώματος του δέρματος με αμμοβολή μεγάλης ταχύτητας, που γίνεται για να βελτιωθεί η εμφάνιση ουλών ή για να αφαιρεθούν τατουάζ …   Dictionary of Greek

  • διουρηθρική προστατεκτομή — Αφαίρεση τμήματος ή όλου του προστάτη με χρήση ενός ενδοσκοπίου, εξοπλισμένου με όργανο τομής, το οποίο εισάγεται από την ουρήθρα. Για να αποκοπεί ο άρρωστος ιστός χρησιμοποιείται ένας συρμάτινος βρόγχος …   Dictionary of Greek

  • εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… …   Dictionary of Greek

  • αποθείωση — Διαδικασία με την οποία ελαττώνεται ή αφαιρείται το θείο ή θειούχες ενώσεις από διάφορες ουσίες. Η α. έχει ιδιαίτερη σημασία στη μεταλλουργία, στην οινολογία και στη διύλιση των πετρελαίων. Στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται αφαίρεση του θείου από… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»